πολύκροτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύκροτος < αρχαία ελληνική πολύκροτος < πολύς + κρότος
Επίθετο επεξεργασία
πολύκροτος, -η, -ο
- που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και συζητήθηκε πολύ
- πολύκροτη δίκη, πολύκροτη υπόθεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύκροτος