πολυφωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική polyphonie < ελληνιστική κοινή πολυφωνία (ποικιλία μουσικών τόνων)[1] Αναλύεται σε πολυ- + -φωνία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐φω‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυφωνία θηλυκό
- (μουσική) πολλές ανεξάρτητες φωνές (μελωδίες) συνδυασμένες αρμονικά
- → και δείτε τη λέξη ομοφωνία (μία πρωταγωνιστική φωνή, συνοδευμένη από συγχορδίες)
- → και δείτε τη λέξη αντίστιξη (ανεξάρτητες φωνές που αντιπαρατίθενται)
- (μεταφορικά) η ύπαρξη πολλών απόψεων
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυφωνικός
- πολύφωνος
- → και δείτε τη λέξη φωνή
- -φωνία & Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φωνία στο Βικιλεξικό όπως
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολλές απόψεις
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολυφωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας