ομοφωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοφωνία < αρχαία ελληνική ὁμοφωνία < ὁμός + φωνή
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοφωνία θηλυκό
- συμφωνία μεταξύ όλων ανεξαιρέτως (των παρισταμένων, των μελών ενός σώματος κ.λπ)
ομοφωνία θηλυκό