πολυσυνθετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσυνθετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polysynthetic ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polysynthétique < αρχαία ελληνική πολύς + σύνθετος < συντίθημι < τίθημι
Επίθετο επεξεργασία
πολυσυνθετικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τύπο γλώσσας όπου οι λέξεις σχηματίζονται με τη σύνθεση πολλών μικρότερων μορφημάτων ή λέξεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσυνθετικός