πολυκαρμπονάτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυκαρμπονάτος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polycarbonate < αρχαία ελληνική πολύς + μεσαιωνική ελληνική κάρβουνον < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerh₃-
Επίθετο επεξεργασία
πολυκαρμπονάτος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του πολυκαρβονικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυκαρμπονάτος
|