↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυζωνικός η πολυζωνική το πολυζωνικό
      γενική του πολυζωνικού της πολυζωνικής του πολυζωνικού
    αιτιατική τον πολυζωνικό την πολυζωνική το πολυζωνικό
     κλητική πολυζωνικέ πολυζωνική πολυζωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυζωνικοί οι πολυζωνικές τα πολυζωνικά
      γενική των πολυζωνικών των πολυζωνικών των πολυζωνικών
    αιτιατική τους πολυζωνικούς τις πολυζωνικές τα πολυζωνικά
     κλητική πολυζωνικοί πολυζωνικές πολυζωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυζωνικός < πολυ- + ζωνικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική polyzonal

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.li.zo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐ζω‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυζωνικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία