Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυδιεργασία οι πολυδιεργασίες
      γενική της πολυδιεργασίας των πολυδιεργασιών
    αιτιατική την πολυδιεργασία τις πολυδιεργασίες
     κλητική πολυδιεργασία πολυδιεργασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυδιεργασία < πολυ- + διεργασία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multitasking

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολυδιεργασία θηλυκό

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία