Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πνευματωδώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πνευματωδῶς < πνευματώδ(ης) + -ῶς > -ώς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pnev.ma.toˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνευ‐μα‐τω‐δώς

  Επίρρημα επεξεργασία

πνευματωδώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία