Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πνευματώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πνευματώδ
ης
η
πνευματώδ
ης
το
πνευματώδ
ες
γενική
του
πνευματώδ
ους
της
πνευματώδ
ους
του
πνευματώδ
ους
αιτιατική
τον
πνευματώδ
η
την
πνευματώδ
η
το
πνευματώδ
ες
κλητική
πνευματώδ
η
(
ς
)
πνευματώδ
ης
πνευματώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πνευματώδ
εις
οι
πνευματώδ
εις
τα
πνευματώδ
η
γενική
των
πνευματωδ
ών
των
πνευματωδ
ών
των
πνευματωδ
ών
αιτιατική
τους
πνευματώδ
εις
τις
πνευματώδ
εις
τα
πνευματώδ
η
κλητική
πνευματώδ
εις
πνευματώδ
εις
πνευματώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πνευματώδης
<
πνεύμα
+ κατ.-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
πνευματώδης
άνθρωπος με έξυπνο χιούμορ, ευφυής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πνευματώδης
γαλλικά
:
spirituel
(fr)
, qui a de l'
esprit
(fr)
,