Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευφυώς < ευφυ(ής) + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

ευφυώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία