πληροφορικοπαγής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πληροφορικοπαγής | η | πληροφορικοπαγής | το | πληροφορικοπαγές |
γενική | του | πληροφορικοπαγούς* | της | πληροφορικοπαγούς | του | πληροφορικοπαγούς |
αιτιατική | τον | πληροφορικοπαγή | την | πληροφορικοπαγή | το | πληροφορικοπαγές |
κλητική | πληροφορικοπαγή(ς) | πληροφορικοπαγής | πληροφορικοπαγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πληροφορικοπαγείς | οι | πληροφορικοπαγείς | τα | πληροφορικοπαγή |
γενική | των | πληροφορικοπαγών | των | πληροφορικοπαγών | των | πληροφορικοπαγών |
αιτιατική | τους | πληροφορικοπαγείς | τις | πληροφορικοπαγείς | τα | πληροφορικοπαγή |
κλητική | πληροφορικοπαγείς | πληροφορικοπαγείς | πληροφορικοπαγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληροφορικοπαγής < πληροφορική + -ο- + -παγής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική computer-based)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληροφορικοπαγής αρσενικό
- (νεολογισμός) που βασίζεται σε υπολογιστή ή πληροφορικά συστήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πληροφορικοπαγής