↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληροφορικοπαγής η πληροφορικοπαγής το πληροφορικοπαγές
      γενική του πληροφορικοπαγούς* της πληροφορικοπαγούς του πληροφορικοπαγούς
    αιτιατική τον πληροφορικοπαγή την πληροφορικοπαγή το πληροφορικοπαγές
     κλητική πληροφορικοπαγή(ς) πληροφορικοπαγής πληροφορικοπαγές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληροφορικοπαγείς οι πληροφορικοπαγείς τα πληροφορικοπαγή
      γενική των πληροφορικοπαγών των πληροφορικοπαγών των πληροφορικοπαγών
    αιτιατική τους πληροφορικοπαγείς τις πληροφορικοπαγείς τα πληροφορικοπαγή
     κλητική πληροφορικοπαγείς πληροφορικοπαγείς πληροφορικοπαγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πληροφορικοπαγής < πληροφορική + -ο- + -παγής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική computer-based)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληροφορικοπαγής αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία