Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληθαίνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πληθύνω, με μετατροπή της κατάληξης -ύνω σε -αίνω[1]

  Ρήμα επεξεργασία

πληθαίνω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία