Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληθύνω < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς / πλῆθος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pliˈθi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλη‐θύ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

πληθύνω (παθητική φωνή: πληθύνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. «Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.» Γένεσις, αʹ, κηʹ