Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλίνθος οι πλίνθοι
      γενική της πλίνθου των πλίνθων
    αιτιατική την πλίνθο τις πλίνθους
     κλητική πλίνθε πλίνθοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλίνθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλίνθος < προελληνική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈplin.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλίν‐θος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλίνθος θηλυκό

  1. (λόγιο, οικοδομική) δομικό υλικό που κατασκευάζευαι από πηλό (παλαιότερα και άχυρο) σε κυβικά καλούπια, ψήνεται ή στεγνώνει στον ήλιο
    ωμή πλίνθος
    οπτή πλίνθος
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει με πλίνθο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλίνθος αἱ πλίνθοι
      γενική τῆς πλίνθου τῶν πλίνθων
      δοτική τῇ πλίνθ ταῖς πλίνθοις
    αιτιατική τὴν πλίνθον τὰς πλίνθους
     κλητική ! πλίνθε πλίνθοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλίνθω
γεν-δοτ τοῖν  πλίνθοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.