Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλίνθινος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλίνθιν
ος
η
πλίνθιν
η
το
πλίνθιν
ο
γενική
του
πλίνθιν
ου
της
πλίνθιν
ης
του
πλίνθιν
ου
αιτιατική
τον
πλίνθιν
ο
την
πλίνθιν
η
το
πλίνθιν
ο
κλητική
πλίνθιν
ε
πλίνθιν
η
πλίνθιν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλίνθιν
οι
οι
πλίνθιν
ες
τα
πλίνθιν
α
γενική
των
πλίνθιν
ων
των
πλίνθιν
ων
των
πλίνθιν
ων
αιτιατική
τους
πλίνθιν
ους
τις
πλίνθιν
ες
τα
πλίνθιν
α
κλητική
πλίνθιν
οι
πλίνθιν
ες
πλίνθιν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλίνθινος
<
αρχαία ελληνική
πλίνθῐνος
<
πλίνθος
Επίθετο
επεξεργασία
πλίνθινος, -η, -ο
που έχει
σχέση
με
πλίνθους
, αναφέρεται σ’ αυτούς ή έχει κατασκευαστεί μ’ αυτές
Άλλες μορφές
επεξεργασία
(
σπάνιο
)
πλίθινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλίνθινος