Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινγίν < (άμεσο δάνειο) αγγλική pinyin < κινεζική 拼音

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πινγίν άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία