Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθηκικός η πιθηκική το πιθηκικό
      γενική του πιθηκικού της πιθηκικής του πιθηκικού
    αιτιατική τον πιθηκικό την πιθηκική το πιθηκικό
     κλητική πιθηκικέ πιθηκική πιθηκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθηκικοί οι πιθηκικές τα πιθηκικά
      γενική των πιθηκικών των πιθηκικών των πιθηκικών
    αιτιατική τους πιθηκικούς τις πιθηκικές τα πιθηκικά
     κλητική πιθηκικοί πιθηκικές πιθηκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθηκικός < πίθηκος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πιθηκικός -ή ό

  • που έχει σχέση με πίθηκο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή μοιάζει μ’ αυτόν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πιθηκικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)