Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιθηκοειδής η πιθηκοειδής το πιθηκοειδές
      γενική του πιθηκοειδούς* της πιθηκοειδούς του πιθηκοειδούς
    αιτιατική τον πιθηκοειδή την πιθηκοειδή το πιθηκοειδές
     κλητική πιθηκοειδή(ς) πιθηκοειδής πιθηκοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιθηκοειδείς οι πιθηκοειδείς τα πιθηκοειδή
      γενική των πιθηκοειδών των πιθηκοειδών των πιθηκοειδών
    αιτιατική τους πιθηκοειδείς τις πιθηκοειδείς τα πιθηκοειδή
     κλητική πιθηκοειδείς πιθηκοειδείς πιθηκοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιθηκοειδής < αρχαία ελληνική πιθηκοειδής < πίθηκος + -ειδής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pithécoïde[1] ή (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική pithecoid[1])

  Επίθετο επεξεργασία

πιθηκοειδής -ής -ές

  1. (λόγιο) που είναι όμοιος με πίθηκο, που του μοιάζει, που έχει παρόμοια χαρακτηριστικά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πιθηκοειδές

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 πιθηκοειδήςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)