Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιανόλα οι πιανόλες
      γενική της πιανόλας των (πιανολών)
    αιτιατική την πιανόλα τις πιανόλες
     κλητική πιανόλα πιανόλες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιανόλα < αγγλική pianola < ιταλική piano < λατινική planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂-
 
πιανόλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piaˈno.la/ & /pçaˈno.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πια‐νό‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιανόλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • pianola στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία