Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτόματο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτόματο ουδέτερο

  1. φορητό, αυτόματα επαναφορτιζόμενο, πυροβόλο όπλο, μεσαίου μεγέθους κατάλληλο κυρίως για κοντινές αποστάσεις
  2. ρομπότ, οποιαδήποτε μηχανική κούκλα (automaton: συνήθως έχει ανθρώπινη μορφή, ανθρομπότ, ανθρωμπότ)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αυτόματο