πιένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πιένα | οι | πιένες |
γενική | της | πιένας | των | (πιενών) |
αιτιατική | την | πιένα | τις | πιένες |
κλητική | πιένα | πιένες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιένα < ιταλική piena, θηλυκό του pieno < λατινική plēnus < πρωτοϊταλική *plēnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥h₁nós (πλήρης)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpçe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πιέ‐να
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιένα θηλυκό
- (προφορικό) η μαζική προσέλευση θεατών και κοινού σε θεατρική παράσταση, μουσική συναυλία κ.λπ.
- (προφορικό, κατ’ επέκταση) η επιτυχία (εισπρακτική ή άλλη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιένα
|
Πηγές επεξεργασία
- πιένα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πιένα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)