επιτυχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιτυχία < αρχαία ελληνική ἐπιτυχία <έπι+τύχη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.tiˈçi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιτυχία θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιτυχία
|
επιτυχία θηλυκό
|