περιστύλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιστύλιο < (ελληνιστική κοινή) περιστύλιον < περί + αρχαία ελληνική στῦλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιστύλιο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) κιονοστοιχία και στοά γύρω από οικοδόμημα
περιστύλιο ουδέτερο