Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cloister (en)

  1. περιστύλιο, ιδιαίτερα σε μοναστήρι με τετράγωνη εσωτερική αυλή
  2. μοναστήρι, μονή