Δείτε επίσης: περιτειχίζω, περιτοιχίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιστοιχίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιστοιχίζω < περι- + αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ei.stiˈçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐στοι‐χί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

περιστοιχίζω, αόρ.: περιστοίχισα, παθ.φωνή: περιστοιχίζομαι, π.αόρ.: περιστοιχίστηκα, μτχ.π.π.: περιστοιχισμένος, (ενεργ.: περιστοιχίζω)

  1. βάζω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή κάποιον άλλο
  2. συνοδεύω ή ακολουθώ κάποιον ή κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιστοιχίζω < περι- + αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

  Ρήμα επεξεργασία

περιστοιχίζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη στοῖχος

  Πηγές επεξεργασία