περιλαιμίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
περιλαιμίδα < περι- + λαιμός + -ίδα ή περιλαίμιο + -ίδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιλαιμίδα (el) θηλυκό
- περιλαίμιο μηχανής (οδηγού μοτοσικλέτας), fleece υφάσματος σκέτης λαιμόκοψης για το ψύχος, fleece λαιμού, γκέτα λαιμού, λαιμουδιέρα, λαιμουδιά, κολάρο, κασκόλ-μανίκι, μανίκι-κασκόλ, γιακάς ψύχους, λαιμόκοψη ψύχους
- αρθρωτό τμήμα πανοπλίας που προστατεύει περιμετρικά τον λαιμό και κυρίως το σβέρκο / τον σβέρκο
- το ίδιο και για μη αρθρωτό τμήμα πανοπλίας ή προστατευτικού εξοπλισμού