Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιλαίμιο τα περιλαίμια
      γενική του περιλαίμιου των περιλαίμιων
    αιτιατική το περιλαίμιο τα περιλαίμια
     κλητική περιλαίμιο περιλαίμια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιλαίμιο < περι- + λαιμός + -ιο < αρχαία ελληνική λαιμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈle.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐λαί‐μι‐ο
 
περιλαίμιο σκύλου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιλαίμιο ουδέτερο

  1. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που την τοποθετούν γύρω από το λαιμό ενός ζώου
     συνώνυμα: κολάρο, λαιμαριά, περιαυχένιο, περιτραχήλιο
  2. (λόγιο) είδος γιακά ενός ρούχου γύρω από το λαιμό ενός ανθρώπου
  3. οτιδήποτε μοιάζει με τα 1 ή 2

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία