Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περικόχλιο τα περικόχλια
      γενική του περικοχλίου
περικόχλιου
των περικοχλίων
    αιτιατική το περικόχλιο τα περικόχλια
     κλητική περικόχλιο περικόχλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈko.xli.o/

  Ετυμολογία επεξεργασία

περικόχλιο < (ελληνιστική κοινή) περικόχλιον < περί + κοχλίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περικόχλιο ουδέτερο

 
Περικόχλια διαφόρων ειδών. Στο κέντρο εξαγωνικό παξιμάδι και κυκλικό παξιμάδι, αριστερά πεταλούδες και δεξιά περικόχλια συγκολλήσεως με πατούρες.
  • πρισματικό ή κυλινδρικό αντικείμενο, από μέταλλο ή άλλο υλικό, με κεντρική τρύπα, στο εσωτερικό της οποίας έχει χαραχτεί σπείρωμα, για να περιστρέφεται και να προχωρεί μια βίδα
    Κοχλίωσε τους κοχλίες, από τους οποίους έχεις αφαιρέσει τα περικόχλια. (M. Sanders, Τεχνολογία επικοινωνιών, μτφ. Σ. Ν. Παλαιοκρασά και Ν. Η. Ηλιάδη, Ίδρυμα Ευγενίδου, β΄ έκδοση, Αθήνα 2010)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία