παξιμάδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παξιμάδι | τα | παξιμάδια |
γενική | του | παξιμαδιού | των | παξιμαδιών |
αιτιατική | το | παξιμάδι | τα | παξιμάδια |
κλητική | παξιμάδι | παξιμάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παξιμάδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παξιμάδιον < ελληνιστική κοινή παξαμάδιον, υποκοριστικό του παξαμᾶς < Πάξαμος, αρτοποιός και μάγειρας του 1ου αιώνα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ksiˈma.ði/
Ουσιαστικό επεξεργασία
παξιμάδι ουδέτερο
- (τρόφιμο) κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί δύο φορές, ώστε να αποβάλει όλα τα υγρά του και να γίνει σκληρό, για να διατηρείται περισσότερο χρονικό διάστημα
- άφησες έξω το ψωμί και έγινε παξιμάδι
- μεταλλικό εξάρτημα που βιδώνει γύρω από μια βίδα και συνδέει αντικείμενα μεταξύ τους
- αυτό το παξιμάδι δεν εφαρμόζει, γιατί δεν ταιριάζουν οι βόλτες του
- ≈ συνώνυμα: περικόχλιο
Συγγενικά επεξεργασία
- παξιμάδα
- παξιμαδάκι
- Παξιμάδι (τοπωνύμιο)
- παξιμαδιάζω
- παξιμάδιασμα
Εκφράσεις επεξεργασία
- θέλω βρεγμένο το παξιμάδι : είμαι τεμπέλης
- κάνω το σκατό μου παξιμάδι : έχω μεγάλη έλλειψη χρημάτων
- Κάλλιο να ‘χω στον τόπο μου ελιές και παξιμάδι παρά στα ξένα ζάχαρη και να ορίζουν άλλοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρτοσκεύασμα