περίφοβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίφοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίφοβος < περί- + αρχαία ελληνική φόβος + -ος
Επίθετο επεξεργασία
περίφοβος, -η, -ο
- που διακατέχεται από πολύ φόβο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίφοβος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
περίφοβος, -ος, -ον
- περίφοβος, πάρα πολύ φοβισμένος
Πηγές επεξεργασία
- περίφοβος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περίφοβος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.