Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίτριμμα τα περιτρίμματα
      γενική του περιτρίμματος των περιτριμμάτων
    αιτιατική το περίτριμμα τα περιτρίμματα
     κλητική περίτριμμα περιτρίμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίτριμμα < περί- + τρίμμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίτριμμα ουδέτερο

  1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα
    ※  Με τα περιτρίμματα της κομματοκρατίας θα ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη εταίρων και αγορών;(Στέφανος Κασιμάτης, Τα περιτρίμματα του κομματικού συστήματος, Η Καθημερινή, 09/12/2012 [1])
  2. απόβρασμα τής κοινωνίας, σκουπίδι, κάθαρμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία