τρίμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρίμμα | τα | τρίμματα |
γενική | του | τρίμματος | των | τριμμάτων |
αιτιατική | το | τρίμμα | τα | τρίμματα |
κλητική | τρίμμα | τρίμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τρίμμα < αρχαία ελληνική τρῖμμα < τρίβω
Προφορά επεξεργασία
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τρίμμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τρίμμα
|