πειστικότερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειστικότερος < πειστικ-ότερος, συγκριτικός βαθμός του πειστικός
Επίθετο επεξεργασία
πειστικότερος, -η, -ο
- που είναι πιο πειστικός, που φαίνεται περισσότερο σαν αληθινός π.χ. για ένα ψέμα, που σε πείθει ευκολότερα
- σε μία πλασματική μα αληθοφανέστερη' πραγματικότητα
- Χρειάζονται πειστικότερα επιχειρήματα
Παράγωγα επεξεργασία
- πειστικότερα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειστικότερος