Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πειρασμός οι πειρασμοί
      γενική του πειρασμού των πειρασμών
    αιτιατική τον πειρασμό τους πειρασμούς
     κλητική πειρασμέ πειρασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειρασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πειρασμός < αρχαία ελληνική πειράζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐ρα‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειρασμός αρσενικό

  1. η πρόκληση να κάνεις κάτι, ιδιαίτερα κάτι που συνεπάγεται ηδονή και είναι απαγορευμένο
  2. το αντικείμενο αυτής της πρόκλησης
    Αυτό το παγωτό είναι ένας γλυκός πειρασμός.

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πειρασμός οἱ πειρασμοί
      γενική τοῦ πειρασμοῦ τῶν πειρασμῶν
      δοτική τῷ πειρασμ τοῖς πειρασμοῖς
    αιτιατική τὸν πειρασμόν τοὺς πειρασμούς
     κλητική ! πειρασμέ πειρασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πειρασμώ
γεν-δοτ τοῖν  πειρασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειρασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πειράζω, πειρασ- + -μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πειρασμός αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία