Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παχυταινία οι παχυταινίες
      γενική της παχυταινίας των παχυταινιών
    αιτιατική την παχυταινία τις παχυταινίες
     κλητική παχυταινία παχυταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχυταινία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachytene < παχυ- + ταινία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.çi.teˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χυ‐ται‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παχυταινία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία