Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεπτοταινία οι λεπτοταινίες
      γενική της λεπτοταινίας των λεπτοταινιών
    αιτιατική τη λεπτοταινία τις λεπτοταινίες
     κλητική λεπτοταινία λεπτοταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

λεπτοταινία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leptotene < λεπτο- + ταινία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεπτοταινία θηλυκό

  • (γενετική, βιολογία) το πρώτο στάδιο της μειωτικής προφάσης, κατά το οποίο κάθε χρωμόσωμα καθίσταται ορατό σαν δύο λεπτές κλωστές (χρωματίδες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία