Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατόκορφα < πάτ(ος) + -ό- + κορ(υ)φ(ή) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈto.koɾ.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τό‐κορ‐φα

  Επίρρημα επεξεργασία

πατόκορφα

  1. (οικείο) από πάνω μέχρι κάτω
     συνώνυμα: από την κορφή ως τα νύχια
  2. (κατ’ επέκταση) πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό
    ※  Και, όλα αυτά, και άλλα συναφή, τα επενδύουν και με ισχυρότατη δόση μισαλλοδοξίας, που αγγίζει τα όρια του φασισμού: οι έχοντες τις παραπάνω απόψεις, δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους: όσοι δεν συμφωνούν με αυτές, καθυβρίζονται πατόκορφα. (* εφημερίδα Το&bnsp;Βήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία