Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πασάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πασάρισμα
τα
πασαρίσμα
τ
α
γενική
του
πασαρίσμα
τ
ος
των
πασαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
πασάρισμα
τα
πασαρίσμα
τ
α
κλητική
πασάρισμα
πασαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πασάρισμα
<
πασάρ(ω)
+
-ισμα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
paˈsa.ɾi.zma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πασάρισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
πασάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πασάρισμα
αγγλικά
:
passing
(en)