Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

passing (en)

  1. το πέρασμα
  2. το προσπέρασμα
  3. για μιγά που περνά για/τον θεωρούν φυλετικά ταυτιζόμενο με την πλειοψηφία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

passing (en)