παρορμηθείς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
παρορμηθείς
- μετοχή παθητικού αορίστου (παρωρμήθην) του ρήματος παρορμάω, παρορμῶ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- (καθαρεύουσα) που τον παρακίνησαν
- ※ Ἐπεχείρησα πέρυσιν, ὑπὸ σοῦ παρορμηθείς, νὰ γράψω πραγματείαν ἀφορῶσαν εἰς τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν Μανιατῶν.