Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παροντισμός οι παροντισμοί
      γενική του παροντισμού των παροντισμών
    αιτιατική τον παροντισμό τους παροντισμούς
     κλητική παροντισμέ παροντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροντισμός < παρόν + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presentism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροντισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία