Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αισθητισμός οι αισθητισμοί
      γενική του αισθητισμού των αισθητισμών
    αιτιατική τον αισθητισμό τους αισθητισμούς
     κλητική αισθητισμέ αισθητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αισθητισμός < αισθητική + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική estheticism < esthetics)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αισθητισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία