παροιμιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροιμιακός < ελληνιστική κοινή παροιμιακός < αρχαία ελληνική παροιμία
Επίθετο επεξεργασία
παροιμιακός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παροιμιακός
παροιμιακός