παροδικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
παροδικά < παροδικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾo.ðiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρο‐δι‐κά
Επίρρημα επεξεργασία
παροδικά και παροδικώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
παροδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παροδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παροδικό, ουδέτερο του παροδικός