παροδικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροδικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροδικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε παροδικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
παροδικώς
Πηγές επεξεργασία
- παροδικός, παροδικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας