παρασημαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασημαντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρασημαντικός. Συγχρονικά αναλύεται σε παρα- + σημαντικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρασημαντικός αρσενικό
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με την παρασήμανση, την παρασημαντική τέχνη
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σημαίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασημαντικός
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασημαντικός < παρασημαίνομαι, παρασημαν- + -τικός. Αναλύεται σε παρα- + σημαντικός
Επίθετο επεξεργασία
παρασημαντικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
Παράγωγα επεξεργασία
- παρασημαντική (εννοείται: τέχνη)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις παρασημαίνομαι και σημαίνω
Πηγές επεξεργασία
- παρασημαντικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.