Δείτε επίσης: παραξενιάζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραξενεύω < παράξενος + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

παραξενεύω (παθητική φωνή: παραξενεύομαι

  1. εκπλήσσω κάποιον με μια ασυνήθιστη ενέργεια ή κατάσταση, του προκαλώ απορία
  2. γίνομαι παράξενος
    άλλες μορφές: παραξενιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία