παρανεφρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρανεφρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paranephric < αρχαία ελληνική παρά + νεφρός
Επίθετο επεξεργασία
παρανεφρικός
Συγγενικά επεξεργασία
- παρανεφρίτιδα
- → δείτε τις λέξεις παρά και νεφρό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρανεφρικός