παραμετροποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραμετροποιώ < παράμετρος + -ο- + -ποιώ
Ρήμα επεξεργασία
παραμετροποιώ
- περιγράφω ή εκφράζω κάτι με τη χρήση παραμέτρων
- ρυθμίζω τις παραμέτρους από κάτι (π.χ. πρόγραμμα κ.ά.)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμετροποιώ