παραμαγνητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραμαγνητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paramagnétique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική paramagnetic[1] < αρχαία ελληνική παρά + ελληνιστική κοινή Μαγνήτης (λίθος) < αρχαία ελληνική Μαγνῆτις
Επίθετο επεξεργασία
παραμαγνητικός
- (φυσική) που έχει σχέση με τον παραμαγνητισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμαγνητικός
- ↑ 1,0 1,1 παραμαγνητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)